παλμιτικό οξύ

παλμιτικό οξύ
Μονοκαρβοξυλικό οργανικό οξύ με χημικό τύπο C15H31COOH. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση σε μορφή γλυκεριδίου (τριπαλμιτίνη), γιατί συναντάται σε όλα τα λιπαρά και φυτικά λίπη. Αποτελεί επίσης το κύριο συστατικό των λιπαρών οξέων που περιέχονται στο φοινικέλαιο. Υπάρχει στο κερί των μελισσών, στο λίπος της φάλαινας και σε μικρές ποσότητες στο ακατέργαστο όξινο κλάσμα των πετρελαίων. Είναι ουσία λευκή, στερεή, μαλακή· λιώνει στους 62,9°C· είναι αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στην αλκοόλη και στον αιθέρα. Παράγεται με κλασματική απόσταξη, υπό κενό, των προϊόντων σαπωνοποίησης των λιπών. Σε καθαρή κατάσταση λαμβάνεται ύστερα από κλασματική κρυστάλλωση. Τα αλκαλικά του άλατα (παλμιτικά) είναι τα κύρια συστατικά των σαπουνιών. Ανάλογα με τα άλλα λιπαρά οξέα, το π.ο. χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία των επιφανειοδραστικών υλικών. Με την αναγωγή του π.ο., λαμβάνεται η κετολική αλκοόλη. Η βιομηχανική σύνθεση του παλμιτικού και του στεατικού οξέος βασίζεται στην πολυσυμπύκνωση του οξικού οξέος, που προκύπτει από το ακετυλοσυνένζυμο Α.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • παλμιτικός — ή, ό φρ. «παλμιτικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία δεκαεξανοϊκό οξύ, που είναι διαδεδομένο με τη μορφή τού τριγλυκεριδίου τού παλμιτίνη σε πολλές λιπαρές ουσίες και… …   Dictionary of Greek

  • παλμιτόνη — η χημ. ακετόνη με σημείο τήξεως 83° C, η οποία λαμβάνεται με απόσταξη τού παλμιτικού ασβεστίου ή με επίδραση πεντοξειδίου τού φωσφόρου σε παλμιτικό οξύ …   Dictionary of Greek

  • λιπαρά οξέα — Αλειφατικά οξέα, κορεσμένα ή ακόρεστα, το μόριο των οποίων αποτελείται από μία αλκυλική αλυσίδα που περιέχει από 1 μέχρι περισσότερα από 30 άτομα άνθρακα και η οποία καταλήγει σε μία καρβοξυλική ομάδα ( COOH). Είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση,… …   Dictionary of Greek

  • λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… …   Dictionary of Greek

  • λεκιθίνες — Φυσικές οργανικές ουσίες, που περιέχουν φωσφόρο και άζωτο και ανήκουν στην ομάδα των φωσφατιδίων. Οι λ. αποτελούνται από μεικτά γλυκερίδια, στα οποία τα δύο υδροξύλια της γλυκερίνης εστεροποιούνται με λιπαρά οξέα και το τρίτο με φωσφορικό οξύ, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”